- αναβροχιά
- ηέλλειψη βροχής, ανομβρία: Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι (παροιμ. φρ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναβροχιά — και ανεβροχιά, η έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βροχή] … Dictionary of Greek
αβροχιά — και αναβροχιά, η (Α ἀβροχία) [άβροχος] έλλειψη βροχής, ανομβρία, ανυδρία, ξηρασία … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
ανεβροχιά — η η αναβροχιά, η ανομβρία … Dictionary of Greek
ανομβρία — η (Α ἀνομβρία) [άνομβρος] έλλειψη βροχής, ξηρασία, αναβροχιά … Dictionary of Greek
αβροχιά — αβροχιά, η και αναβροχιά, η έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία: Η αβροχιά κατάστρεψε τα σπαρτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανομβρία — η η αναβροχιά, η έλλειψη βροχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανυδρία — η αναβροχιά, ξηρασία: Μεγάλη ανυδρία και η φετινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)